- πλισ(σ)ές
- ο, και πλισ(σ)έ, το, Ν1. κανονική και πυκνή πτύχωση υφάσματος κατά ορισμένα διαστήματα, πιέτα2. ύφασμα που φέρει τέτοια πτύχωση («φούστα πλισ[σ]έ ή πλισ[σ]εδωτή» — γυναικείο ένδυμα κατασκευασμένο από ύφασμα που έχει υποστεί πλισάρισμα).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plisse «πτύχωμα» < ρ. plisser].
Dictionary of Greek. 2013.